στηλοκόπας — στηλοκόπᾱς , στηλοκόπας tablet glutton masc acc pl στηλοκόπᾱς , στηλοκόπας tablet glutton masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
INSCRIPTIO — monumentum est breve ac ingeniosum rei alicuius memorabilis. in lapide inprimis vel metallo, posteritati de rebus prioris aevi instruendae, publicâ auctoritate, ut plurimum exaratum. Et quidem iam antiquissimis tem poribus, Semiramis columnae… … Hofmann J. Lexicon universale
STELAE — I. STELAE quâ voce utitur Plin. l. 6. c. 28. et Ulpianus l. sicuti, ff. si serv. vin. ex Graeco ςτῆλαι, sunt proprie lapideae pilae surrectae, in quibus foedera olim scribi solebant, ut omnibus innotescerent; homines item proscribi, et tituli… … Hofmann J. Lexicon universale
STELOCOPAS — Graece Στηλοκόπας, cognominatus est Polemo quidam, qui floruit sub Ptolemaeo Epiphane, quod in describendis statuarum stelarumque sepulchralium Inscriptionibus ac Epitaphiis multum operae posuerit, teste Athenaeô. Vide quae supra diximus, in voce … Hofmann J. Lexicon universale
στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… … Dictionary of Greek
επιγραφική — Επιστημονικός κλάδος της ιστορίας και της αρχαιολογίας ο οποίος ασχολείται με τις αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που είναι γραμμένες, με διάφορους τρόπους, πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο, μέταλλο, πηλός κλπ.). Από τη γενική αυτή κατάταξη … Dictionary of Greek
Πολέμων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αξιωματικός του Μεγάλου Αλέξανδρου. Κατηγορήθηκε για συνωμοσία αλλά τελικά αποκαταστάθηκε. Αργότερα τον συνέλαβε ο Άτταλος, ως οπαδό του Περδίκκα. 2. Φρούραρχος στην πόλη Πηλούσιο της Αιγύπτου, διορισμένος από τον… … Dictionary of Greek